quasilocal boundedness - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

quasilocal boundedness - translation to ρωσικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Bounded; Unbounded; Boundedness (disambiguation); Unboundedness

quasilocal boundedness      

математика

квазилокальная ограниченность

boundedness         

общая лексика

ограниченность

Смотрите также

boundedness of solution; equiultimate boundedness; local boundedness; metric boundedness; quasilocal boundedness; relative boundedness; weak boundedness

bounded         

['baundid]

общая лексика

ограниченный

прилагательное

математика

ограниченный

Ορισμός

unbounded
If you describe something as unbounded, you mean that it has, or seems to have, no limits.
...an unbounded capacity to imitate and adopt the new...
His advice was always sensible and his energy unbounded.
= boundless
ADJ

Βικιπαίδεια

Boundedness

Boundedness or bounded may refer to:

Μετάφραση του &#39quasilocal boundedness&#39 σε Ρωσικά